σεληνίτις

σεληνίτις
η / σεληνῑτις, -ίτιδος, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λουναρία τής οικογένειας βρασσικίδες
αρχ.
το γνωστό με τη λόγια ονομασία γλήχωμα φυτό, ο χαμαίκισσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα -ῖτις (πρβλ. ποταμ-ῖτις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σεληνῖτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. σεληνῑτις, Α νεοελλ. (ορυκτ.) ένυδρο θειικό ορυκτό τού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί πολύ καθαρή ποικιλία γύψου αρχ. 1. ως κύριο όν. ὁ Σεληνίτης και ἡ Σελινῑτις α) ο Σεληναίος, φανταστικός κάτοικος τής σελήνης («... οἱ Ήλιῶται καὶ οἱ… …   Dictionary of Greek

  • σελινίτις — ίτιδος, ἡ, Α το φυτό σεληνῑτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + επίθημα ῖτις (πρβλ. ποταμ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • σεληνίτιδας — σεληνί̱τιδας , σεληνῖτις fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνίτιδος — σεληνί̱τιδος , σεληνῖτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”